-
1 καταληγω
1) приходить к концу, кончаться(ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης; Aesch.)
πρὴν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος Aesch. — прежде чем прошла старая боль;2) кончать, прекращать(τέν πραγματείαν εἴς τι Diod.)
-
2 μετακοιμιζω
См. также в других словарях:
μετακοιμίζομαι — (Α) καταστέλλομαι, κατευνάζομαι («ποῑ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek